- φιλότεχνοι
- φιλότεχνοςfond ofmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλότεχνος — η, ο / φιλότεχνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αγαπά την τέχνη και, ιδίως, τις καλές τέχνες (α. «πολλοί φιλότεχνοι επισκέφθηκαν την έκθεση ζωγραφικής» β. «οἱ κύκλοι τῶν φιλοτέχνων», Πλούτ.) 2. αυτός που κατασκευάζει ή επεξεργάζεται κάτι με επιμέλεια και … Dictionary of Greek
Έρκολε — (Εrcole). Όνομα δύο Ιταλών μαρκησίων του Έστε, δουκών της Φεράρα, της Μοντένα και του Ρέτζιο, που υπήρξαν κορυφαίοι φιλότεχνοι της εποχής τους. 1. ‘Ε. Α’ (1431 – 1505). Μορφωμένος και φανατικός φιλότεχνος, ενίσχυσε πολλούς καλλιτέχνες, ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… … Dictionary of Greek
φιλότεχνος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αγαπάει την τέχνη, ο φίλος των καλών τεχνών: Στην έκθεση ζωγραφικής υπήρχαν πολλοί φιλότεχνοι. 2. ο φιλόκαλος τεχνίτης, αυτός που κατασκευάζει κάτι με επιμέλεια, με επιδεξιότητα, με φιλοτεχνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)